- απέχω
- (AM ἀπέχω)1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι||| αρχ.-μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατήςαρχ.1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω2. χωρίζω, ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο3. κρατώ κάτι μακριά από μένα, αποφεύγω4. έχω διαφορά, διαφέρω5. έχω ή παίρνω κάτι ολόκληρο, πλήρες («ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν», Κ.Δ.)6. απρόσ. ἀπέχειαρκεί, είναι αρκετό7. «οὐδὲν ἀπέχει» (με απαρέμφατον)τίποτα δεν εμποδίζει κάποιον νά κάνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.